- παραπαίδι
- το1. θετό παιδί2. παραγιός ή παρακόρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπαίδι — το ιού, θετό παιδί, μικρός υπηρέτης: Ήμουνα μοναχοπαίδι, ήμουνα μοναχογιός κι έχω γίνει παραπαίδι κι έχω γίνει παραγιός (λαϊκό τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
ψυχοπαίδι — το, Ν 1. (νομ.) παιδί που βρίσκεται στην ανώνυμη νομικά πραγματική κατάσταση συντήρησης και ανατροφής του από ξένη οικογένεια, έναντι προσφοράς σε αυτήν βοήθειας σε οικιακές, κυρίως, εργασίες 2. (γενικά) θετό παιδί, παραπαίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή… … Dictionary of Greek
Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… … Dictionary of Greek